- χερσοκοπία
- χερσοκοπ-ία, ἡ,A breaking up of unirrigated land, ib.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χερσοκοπία — ἡ, Α [χερσοκόπος] η καλλιέργεια έκτασης που έμεινε ακαλλιέργητη για πολύ καιρό … Dictionary of Greek